- μεσοβασίλειος
- μεσοβᾰσῐλ-ειος, ον,A belonging to an interrex,
ἀρχή D.H.2.57
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχή D.H.2.57
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοβασίλειος — μεσοβασίλειος, ον (Α) αυτός που ανήκει η αναφέρεται στη μεσοβασιλεία ή στον μεσοβασιλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + βασίλειος] … Dictionary of Greek
μεσοβασίλειος — belonging to an interrex masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοβασίλειον — μεσοβασίλειος belonging to an interrex masc/fem acc sg μεσοβασίλειος belonging to an interrex neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)